«Οι καιροί αλλάζουν», τραγουδούσε ο Μπομπ Ντύλαν το μακρινό ’64. Είχε δίκιο τότε, έχει δίκιο τώρα, μόνο που οι αλλαγές είναι καταιγιστικές πλέον. Οι περισσότερες από αυτές σχετίζονται με την τεχνολογία, είτε μέσα είτε έξω από την τάξη. Οι συζητήσεις μας με τους γονείς έχουν πλέον θέμα, αρκετά συχνά, τα κινητά και τα tablets. Για την πλειοψηφία αποτελούν κακοδαιμονίες που βάζουν εμπόδια στη μάθηση, στην κοινωνική ζωή, στη συστηματική μελέτη και σε χίλια δυο άλλα.
Αυτή την εισβολή την ζούμε καθημερινά στην τάξη. Ο σκοπός ύπαρξης μιας τάξης, η βασική της λειτουργία, είναι να είναι ένας απομονωμένος χώρος μάθησης χωρίς διασπάσεις. Ο λόγος που χρειάζεται ένα τέτοιο περιβάλλον είναι για να βοηθήσει να αναπτυχθεί μια σχέση ανάμεσα στους διδάσκοντες και τα παιδιά με αποτέλεσμα τη μάθηση. Ένας χαρισματικός δάσκαλος μπορεί να δημιουργήσει μια κυριολεκτικά μαγική ατμόσφαιρα, όλοι το έχουμε ζήσει είτε από την έδρα είτε από το θρανίο.
Τώρα όμως η σχέση αυτή αλλάζει. Έχω δει να χρησιμοποιείται η λέξη «διαβρωθεί» αλλά δεν είμαι απαισιόδοξος. Μένω στο «αλλάζει». Πλέον το ζητούμενο δεν είναι η γνώση της πληροφορίας αλλά η ανάκτηση της με κάποιο τρόπο. Όχι η απόκτηση της γνώσης αλλά η πρόσβαση σε αυτήν.
Διάβαζα πάνω στο θέμα κάποιον καθηγητή ξένης γλώσσας που έδωσε στους μαθητές του στην τάξη να μελετήσουν ένα λογοτεχνικό κείμενο και να το μεταφράσουν. Ήθελε να δει μέσα από τη δραστηριότητα, πόσο είχε αναπτυχθεί το κριτήριο τους, πόσο θα μπορούσαν να δουν τις διαφορετικές χροιές νοήματος που είχε δώσει ο συγγραφέας στην ίδια λέξη μέσα στο κείμενο, και πόσο η αντίληψη τους της γλώσσας θα διευρυνόταν μέσα από αυτή τη δραστηριότητα που ήταν εξάλλου ο σκοπός. Φυσικά ένα μεγάλο μέρος των μαθητών την έβαλε στο google translate. Ήταν πολύ δελεαστικό για να μην το κάνουν. Κατέληγε απογοητευμένος στο συμπέρασμα ότι η τεχνολογία έχει καταστρέψει κάτι μοναδικό, δυστυχώς ανεπιστρεπτί.
Δεν είναι η μόνη φωνή που υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Είναι αρκετοί που δηλώνουν ότι με την είσοδο πρώτα του υπολογιστή, μετά του internet και τώρα τον smartphones στην τάξη τα όρια μεταξύ του κοινωνικού περιβάλλοντος, του ακαδημαϊκού και του επαγγελματικού είναι πιο συγκεχυμένα. Από τη στιγμή που έχουμε παραδείγματα από ιερείς που απαντάνε το κινητό τους εν μέσω τελετής, ή διαιτητές στο μέσο αγώνα πώς να περιμένεις από τα παιδιά να αντισταθούν σε ένα τέτοιο πειρασμό;
Είναι όμως τα πράγματα μαύρα; Οδηγούμαστε όντως σε μια μορφή εκπαίδευσης όπου ο ρόλος του δασκάλου θα γίνει απλά και μόνο καθοδηγητικός αδυνατώντας να εμπνεύσει, να κινητοποιήσει, να ενθουσιάσει; Όπου η σχέση σου με τη γνώση θα είναι απλά μια σχέση πρόσβασης και όχι μια σχέση ζωής;
Χαμογελάω γράφοντάς το, γιατί είμαι σίγουρος ότι κάτι παρόμοιο έγραφε κάποιος στη θέση μου όταν πρωτοεμφανίστηκε η τηλεόραση. Αν αφαιρέσεις τη λέξη κινητό ή tablet από τα παραπάνω και βάλεις κάποια άλλη, έχεις μια γνώριμη γκρίνια που διαιωνίζεται ασχέτως μέσου.
Η άποψη μου είναι ότι δεν φταίει το μέσο. Ποτέ δεν φταίει το μέσο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση φταίει το χάσμα γενεών. Οι εξελίξεις από τότε που τραγουδούσε ο φίλος μου ο Μπομπ Ντύλαν τρέχουν πολύ πιο γρήγορα. Τότε ο γονιός και ο εκπαιδευτικός, «οι μεγάλοι», είχαν περισσότερο χρόνο να προσαρμοστούν στη νέα τεχνολογία και να προσαρμόσουν με τέτοιο τρόπο τα περιβάλλοντα τους ώστε να την «χωνέψουν» και σε αρκετές περιπτώσεις να την χρησιμοποιήσουν γόνιμα.
Όταν η αλλαγή όμως δεν συντελείται σε βάθος χρόνου, τότε έχουμε μια αδυναμία κατανόησης του μέσου και των δυνατοτήτων του. Μιλώντας με πολλούς γονείς, είναι προφανές ότι ξέρουμε πάντα ότι το παιδί ασχολείται με το κινητό ή το tablet για πολλές ώρες, χωρίς να ξέρουμε τι κάνει σε αυτό.
Μια παράμετρος που πρέπει να πάρουμε σοβαρά υπόψη είναι ότι το tablet ή ο υπολογιστής έχει απορροφήσει μεγάλο μέρος λειτουργιών από άλλες συσκευές. Πλέον εκεί θα δούμε μια ταινία, θα ακούσουμε μουσική, θα μιλήσουμε με φίλους, θα αναζητήσουμε πληροφορίες και τόσα άλλα. Κάτι που για τον παρατηρητή φαίνεται σαν μία δραστηριότητα, στην ουσία είναι πάρα πολλές.
Το να πούμε λοιπόν ότι το κινητό ή το tablet είναι «καλό» ή «κακό» είναι μια απλοϊκή απάντηση. Χρειαζόμαστε τα σωστά ερωτήματα. Επηρεάζει το παιδί και πως; Το βοηθάει στα μαθήματά του; Αν όχι, θα μπορούσε να το βοηθήσει και με ποιο τρόπο; Κάνει μια μόνο δραστηριότητα σε αυτό ή περισσότερες; Μιλάει με φίλους του ή κάνει κάτι που τον απομονώνει;
Με το να έρθουμε κοντά, με το να αναπτύξουμε μια κατανόηση, βοηθάμε στο να υπάρξει μέτρο. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από το «δυο ώρες και τέλος». Ένα βασικό σημείο είναι αυτό να γίνει από νωρίς. Γιατί, όπως και στην εκπαίδευση, σημασία έχει πάντα, πάνω από όλα, η σχέση. Εάν καταφέρουμε τα υπόλοιπα να λειτουργήσουν συμπληρωματικά ή και ενισχυτικά, θα βγούμε φοβερά κερδισμένοι. Δουλεύοντας σε αίθουσες που βασίζονται πάρα πολύ στην τεχνολογία βλέπουμε την ανταπόκριση. Βλέπουμε το αποτέλεσμα. Θα ήταν απλά και μόνο οπισθοδρομικό να μην χρησιμοποιήσουμε ότι «όπλο» έχουμε στη διάθεσή μας.
Ο Καιάδας για οτιδήποτε μας ξενίζει είναι δελεαστικός, μα είναι σπάνια η απάντηση. Η απάντηση στο συγκεκριμένο θέμα, περνάει όπως τόσα άλλα, από τη σχέση που έχουμε με τα παιδιά μας.